- ταυροπρόσωπος
- -ον, ΜΑαυτός που έχει πρόσωπο ταύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ἱππο-πρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυροπρόσωπον — ταυροπρόσωπος bull faced masc/fem acc sg ταυροπρόσωπος bull faced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροπροσώπους — ταυροπρόσωπος bull faced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροπρόσωποι — ταυροπρόσωπος bull faced masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek